|
To λεξικό μας
- Αλατσολιές: παστές ελιές
- Αλετριβιδιάρης: εργάτης ελαιοτριβείου
- Αλετριβιδιό: ελαιοτρβείο
- Ασκιά: προβιές από ζώα για τη μεταφορά λαδιού
- Γιγουμιά: τενεκέδες από τσίγκο ελαιοτριβείου
- Δέπλα: το ξύλο με το οποίο χτυπούν τα κλαδιά της ελιάς
- Ελαιογραφία: ζωγραφική με ελαιόχρωμα
- Ελαιόκαρπος: ο καρπός της ελιάς
- Ελαιοκομία: η επιστημονική καλλιέργεια της ελιάς
- Ελαιοπιεστήριο: πιεστήριο για την έκθλιψη του ελαιόκαρπου
- Ελαιοπυρήνας: ο πυρήνας της ελιάς, το κουκούτσι
- Ελαιουργία: η επεξεργασία λαδιού
- Ελαιόχρωμα: λαδομπογιά
- Ελαιοχρωματισμός: βάψιμο με λαδομπογιές
- Ελαιώδης: αυτός που περιέχει λάδι
- Κάπες ή παλέτσες: υφάσματα από λινάτσα ή βαμβάκι για το στρώσιμο της ελιάς
- Κατσίγαρα ή μούργα ή αμούρια: τα κατακάθια μετά την επεξεργασία του λαδιού
- Κολυμπάδες: ελιές σε άλμη
- Κορονιοί: πήλινα πυθάρια με εσωτερικό επίχρυσμα σμάλτου για αποθήκευση λαδιού
- Λαδάδικο: το κατάστημα που πουλιέται το λάδι
- Λαδάς: ο παραγωγός ή έμπορος λαδιού
- Λαδέμπορος: έμπορος λαδιού
- Λαδερό: μικρό δοχείο λαδιού
- Λαδερός: φτιγμένος με λάδι, *νηστίσιμος, *αυτός που έχει πολύ λάδι
- Λαδής: αυτός που έχει το χρώμα του λαδιού
- Λαδιά: λεκές από λάδι
- Λαδικό: ελαιοδοχείο
- Λαδίλα: μυρωδιά λαδιού
- Λαδόπανο: το πανί με το οποίο περιτυλίγεται το βρέφος μετά τη βάφτιση
- Λαδόχαρτο: διαφανές αδιάβροχο χαρτί
- Λαδόψωμο: ψωμί αλειμμένο με λάδι
- Λαδολέμονο: άρτυμα(σάλτσα) με λάδι
- Λαδόξυδο: μείγμα από λάδι και ξύδι
- Λαδώνω: σπλώνω-αλείφω με λάδι
- Λιοτρίβι ή ελαιοτριβείο ή φάμπρικα: το ελαιουργείο
- Λίμπες: δεξαμενές όπου τοποθετούν το λάδι στο ελαιοτριβείο
- Μαζωχτό: τρόπος μαζέματος της ελιάς
- Μαζώχτρες ή μαζωχτάδες: εργαλείο που μαζεύουν την ελιά με τα χέρια
- Μιστάτα: μονάδα μέτρησης λαδιού
- Νερατζολιές: χοντρές ελιές πριν ωριμάσουν
- Ντορμπάδες ή ντορβάδες: πανιά από λινάρι σε σχήμα φακέλου όπου τοποθετούν τη ζύμη για να μπει στο πιεστήριο
- Ξυδουλιές: ελιές ώριμες με ξύδι
- Ροΐ : δοχείο λαδιού
- Σγούρνες: πέτρινο ή τσιμεντένιο δοχείο όπου συγκεντρώνεται ο χυμός μετά την πίεση
- Σπαστολιές: τσακιστές ελιές
- Στέτης: αυτός που στήνει τους ντορμπάδες στο πιεστήριο
- Τσαντίλες: οι ντορμπάδες
- Φλάσκα: δοχείο από νεροκολοκύθα για το μέτρημα του λαδιού
πίσω
|