Πανίδα

Ελίνα Παπαγιαννάκη – Τασούλα Μπλαζάκη – Μαρία Γαροπούλου

Η πανίδα της περιοχής έχει γενικά τα ίδια χαρακτηριστικά με την πανίδα των Λευκών Ορέων. Τα θηλαστικά που συναντώνται και έχουν αναφερθεί πιο συχνά στην περιοχή είναι τα παρακάτω:
  1. Acomys minous αγκαθοποντικός
  2. Felis silvestris cretensis αγριόγατα
  3. Martes foina ζουρίδα
  4. Meles meles άρκαλος
  5. Mustela nivalis καλιγιαννού
  6. Tadarida teniotis νυχτερίδα
  7. Ferrumequinum νυχτερίδα
  8. Rhinolophus hipposideros νυχτερίδα

Η περιοχή όμως και ιδιαίτερα η κορυφές της περιοχής του Άγιου Δίκαιου(1008μ) είναι σημαντικός βιότοπος αρπακτικών πτηνών. Συνολικά στην περιοχή έχουν καταγραφεί μέχρι σήμερα 124 είδη πτηνών, 36 από τα οποία είναι μόνιμοι κάτοικοι της περιοχής και 16 είναι καλοκαιρινοί επισκέπτες που θεωρείται ότι αναπαράγονται σε αυτήν. Η περιοχή αποτελεί χώρο διάβασης, ξεκούρασης και τροφοληψίας των μεταναστευτικών πουλιών. Τα είδη που απαντώνται ταξινομούνται γενικά σε 4 οικολογικές ομάδες:

  • τα παρυδάτια είδη, συνολικά 3 είδη,
  • τα αρπακτικά είδη, συνολικά 29 είδη,
  • τα στρουθιόμορφα είδη, (πουλιά μικρού έως μέτριου μεγέθους που τα πόδια τους έχουν 4 δάχτυλα. και αποτελούν τα 3/5 του συνολικού πληθυσμού των πουλιών)77 συνολικά είδη,
  • τα υπόλοιπα μη στρουθιόμορφα είδη 15 συνολικά είδη.
Τα σημαντικότερα είδη της περιοχής είναι:
Ο Σφηκιάρης (Pernis apivorus). Ο Σφηκιάρης είναι μεταναστευτικό είδος. Εμφανίζεται στην Κρήτη από τέλη Φεβρουαρίου, ενώ η φθινοπωρινή μετανάστευση ξεκινάει από μέσα Αυγούστου έως τα μέσα Οκτωβρίου για να πάει στην Αφρική (νότια από τη Σαχάρα) όπου διαχειμάζει. Σ ε αυτή την περιοχή ο σφηκιάρης αναπαράγεται.
Πληθυσμός. Ο πληθυσμός του στην Ελλάδα υπολογίζεται σε 500 ζευγάρια με τάσεις μείωσης τα τελευταία έτη.
Οικολογία. Είναι καθαρά δασόβιο είδος. Φωλιάζει σε δένδρα και προτιμά τα φυλλοβόλα και ιδίως τις Οξιές. Τρέφεται κυρίως με έντομα (ιδιαίτερα με σφήκες) και σπανιότερα με ερπετά, αμφίβια αλλά και με καρπούς. Συνήθως κυνηγά σε ανοικτές εκτάσεις με αραιή βλάστηση, σε ξέφωτα ή στις άκρες του δάσους κοντά στο έδαφος.
Πιθανές απειλές. Η καταστροφή των ανοικτών δρυοδασών και γενικά η μείωση των ανοικτών λιβαδιών περιορίζει σταδιακά τις περιοχές διατροφής του είδους.
Το Όρνιο (Gyps fulvus). Το Όρνιο είναι είδος επιδημητικό στην Ελλάδα και στην ευρύτερη περιοχή μελέτης. Εκτιμάται ότι στους γειτονικούς ορεινούς όγκους διαβιούν 10-15 ζευγάρια, τα οποία χρησιμοποιούν για τροφοληψία ολόκληρη την περιοχή. Ο μεγαλύτερος αριθμός που έχει καταγραφθεί στην περιοχή είναι 18 άτομα. Στην Κρήτη το Όρνιο απαντάται σχεδόν σε ολόκληρο το νησί, από τις πιο απομακρυσμένες χερσονήσους μέχρι τα περίχωρα των πόλεων όπως το Ηράκλειο και το Ρέθυμνο. Συχνά, παρατηρούνται ομάδες των 3-15 ατόμων πάνω από την θάλασσα κοντά σε απόκρημνες ακτές αλλά και σε περιοχές χαμηλού υψομέτρου όπως ο κάμπος της Μεσαράς. Η Κρήτη σήμερα φιλοξενεί τον υγιέστερο πληθυσμό στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια αλλά και τον μεγαλύτερο νησιωτικό πληθυσμό στον κόσμο. Στην περιοχή δεν παρατηρείται καμία αποικία αναπαραγωγής ούτε και παραδοσιακές θέσεις κουρνιάσματος όπου τα Όρνια να τις χρησιμοποιούν συστηματικά. Αντίθετα παρατηρείται αναπαραγωγή από μεμονωμένα ζευγάρια που φωλιάζουν σε βράχια εντός της περιοχής.
Πληθυσμός. Στην Ελλάδα ο πληθυσμός του Όρνιου την δεκαετία του 80' εκτιμήθηκε στα 450 ζευγάρια με 250 από αυτά, μόνο στην Κρήτη. Νεότερες εκτιμήσεις υπολογίζουν το πληθυσμό του είδους σε όχι περισσότερα από 300 ζευγάρια.
Οικολογία. Είδος που σχηματίζει αποικίες, το όρνιο συναντάται σε ανοιχτές εκτάσεις με αραιή βλάστηση ενώ φωλιάζει σε απότομα βράχια χαμηλού συνήθως υψόμετρου. Ο χώρος αναζήτησης τροφής εκτείνεται συνήθως σε ακτίνα 30-40 χλμ. γύρω από την αποικία αλλά περιπλανώμενα άτομα που ψάχνουν για τροφή μπορεί να παρατηρηθούν πολύ μακρύτερα (200-300 χλμ.). Τρέφεται με ψοφίμια κτηνοτροφικών ζώων μεσαίου ή μεγάλου μεγέθους όπως ιπποειδή και βοοειδή. Προτιμά κυρίως τα μαλακά μέρη των νεκρών ζώων, δείχνοντας ιδιαίτερη προτίμηση στα εντόσθια. Η οξεία του όραση, οι πτητικές του συνήθειες και κυρίως η αγελαία του συμπεριφορά το βοηθούν στο να εντοπίζει τα πτώματα πριν την σήψη, γεγονός ιδιαίτερα ωφέλιμο σε θερμά κλίματα όπου τα νεκρά ζώα αποτελούν εστίες μόλυνσης. Μία ομάδα από 60-80 όρνια μπορεί να καταναλώσει ένα κουφάρι προβάτου μέσα σε 5-10 λεπτά ή μια αγελάδα, ή άλογο σε 3- 4 ώρες. Το Όρνιο έχει καταχωρηθεί στον Kατάλογο I της Κοινοτικής Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ και τελεί υπό αυστηρή προστασία ενώ παράλληλα έχει χαρακτηρισθεί ως σπάνιο και τρωτό στο Κόκκινο Βιβλίο Απειλούμενων Σπονδυλοζώων της Ευρώπης και της Ελλάδας αντίστοιχα.
Πιθανές απειλές. Σημαντικότερες απειλές θεωρούνται το παράνομο κυνήγι και τα δηλητηριασμένα δολώματα αλλά κυρίως η μείωση της νομαδικής κτηνοτροφίας η οποία παλαιότερα εξασφάλιζε την κύρια πηγή τροφής (νεκρά ζώα) για το είδος. Επιπλέον, η καλύτερη περίθαλψη των κτηνοτροφικών ζώων έχει οδηγήσει στη χαμηλότερη τους θνησιμότητα, ενώ παράλληλα έχει γίνει υποχρεωτική η ταφή των νεκρών ζώων. Συνέπεια των παραπάνω είναι η μείωση της διαθέσιμης τροφής για τα πτωματοφάγα πτηνά. Αυτή η μείωση της διαθέσιμης τροφής δημιουργεί σοβαρά προβλήματα επιβίωσης στους εναπομείναντες πληθυσμούς, και πρέπει να ληφθούν άμεσα αντισταθμιστικά μέτρα (ταΐστρες).
Φιδαετός (Circaetus gallicus). Ο Φιδαετός είναι μεταναστευτικό είδος. Έρχεται στην περιοχή κατά τα τέλη Φεβρουαρίου ενώ είναι πολύ πιθανό κάποια άτομα να ξεχειμωνιάζουν σ' αυτήν.
Πληθυσμός. Στην Ελλάδα ο συνολικός πληθυσμός του είδους εκτιμάται ότι είναι 300- 500 ζευγάρια.
Οικολογία. Ο Φιδαετός φωλιάζει συνήθως σε ψηλά δένδρα αλλά και σε ψηλούς θάμνους εφόσον δεν υπάρχει ανθρώπινη ενόχληση. Τρέφεται κυρίως με φίδια αλλά και με σαύρες που βρίσκει σε εκτάσεις με αραιή δενδρώδη ή θαμνώδη βλάστηση.
Πιθανές απειλές. Η υποβάθμιση ή η καταστροφή των περιοχών διατροφής αποτελεί ίσως την κυριότερη απειλή για το είδος.
Βασιλαετός (Aquila heliaca) Ο Βασιλαετός χρησιμοποιεί την περιοχή μελέτης ως τόπο διαχείμασης. Τον χειμώνα 2000-2001 διαχείμασαν 2 ανήλικα άτομα. Κατά την μετανάστευση παρατηρήθηκαν 4 ανήλικα άτομα εκ των οποίων το τελευταίο στις 2 Μαΐου 2001.
Πληθυσμός. Ο Βασιλαετός φώλιαζε στην Ελλάδα και το τελευταίο επιβεβαιωμένο φώλιασμα έγινε στο δάσος της Δαδιάς (Νομός Έβρου)το 1990 . Έκτοτε, δεν υπάρχουν αποδείξεις φωλιάσματος, όμως από το 1996 και μετά όταν εντατικοποιήθηκε η έρευνα σε απομακρυσμένες περιοχές ανακαλύφθηκαν 3 ζευγάρια.
Οικολογία. Ο κύριος βιότοπος του Βασιλαετού κατά την περίοδο της αναπαραγωγής είναι ανοιχτές πεδιάδες και στέπες με αραιά δέντρα και δάση. Λόγω της καταδίωξής του από τον άνθρωπο, το είδος σε πολλά μέρη έχει αποτραβηχτεί σε δάση σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές (κυρίως μέχρι 1.000 μ.). Η τροφή του Βασιλαετού, που τη συλλαμβάνει στο έδαφος, αποτελείται κυρίως από θηλαστικά, λαγόγυρους (Citellus citellus), Λαγούς, μικρά τρωκτικά, πουλιά, ερπετά και ψοφίμια, και μερικές φορές έντομα.
Πιθανές απειλές. Η εντατικοποίηση της γεωργίας και η βαθμιαία αντικατάσταση των πλούσιων παραδοσιακών αγροτικών τοπίων από μονοκαλλιέργειες, οδήγησε στη μείωση των πληθυσμών των ειδών που αποτελούν την τροφή του, όπως οι λαγόγυροι, και έχει συμβάλλει στην αφαίρεση πολλών ώριμων δέντρων που χρησιμεύουν για το φώλιασμα του είδους.
Χρυσαετός (Aquila chrysaetos). Στην Ελλάδα ο Χρυσαετός ήταν κοινός μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα σε ολόκληρη την ηπειρωτική χώρα αλλά και σε ορισμένα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου. Σήμερα το είδος απαντάται με δύο υποείδη στην ορεινή ενδοχώρα και την Κρήτη το Aquila chrysaetos chrysaetos και το Aquila chrysaetos homeyeri αντίστοιχα. Η περιοχή φαίνεται να είναι σημαντική και για ανήλικα άτομα. Η δυτική Κρήτη φιλοξενεί δύο με τρία ζεύγη Χρυσαετών. Το ένα εγκαταλειμμένο από το 1970 βρίσκεται στην χερσόνησο της Ροδοπού. Το συγκεκριμένο ζευγάρι φώλιαζε σε πολύ χαμηλό υψόμετρο (300μ.) και κυνηγήθηκε από τους βοσκούς της περιοχής γιατί τρέφονταν με μικρά αιγοπρόβατα από γειτονικές στάνες. Τα άλλα δυο ζευγάρια βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή του Δυτικού Σελίνου. Το ένα από αυτά φωλιάζει εντός της περιοχής μελέτης και συχνά παρατηρούνται τα ενήλικα πουλιά καθώς και ανώριμα άτομα.
Πληθυσμός. Ο Χρυσαετός είναι ο κοινότερος μεγάλος αετός στη χώρα μας. Οι εκτιμήσεις για την κατάσταση του πληθυσμού του είδους στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία του 1980 ποικίλουν. Ο Κρητικός πληθυσμός υπολογίστηκε την δεκαετία του 1970 σε 6 μόλις ζευγάρια. Κατά τη διάρκεια της έρευνας του προγράμματος LIFE εντοπίστηκαν 22 επικράτειες του είδους, σε ολόκληρο την Κρήτη, με 16 περίπου αναπαραγωγικά ζευγάρια.
Οικολογία. Απαντάται σε βουνά με ανοιχτές βραχώδεις περιοχές και δασωμένες πλαγιές σε υψόμετρα από 400 μέχρι 1800 μέτρα. Η δίαιτά του αποτελείται από πουλιά και θηλαστικά μεσαίου μεγέθους όπως φάσες (Columba palumbus), αγριοπερίστερα (Columba oenas), καλιακούδες (Phyrocorax spp.), πέρδικες (Alectoris chukar), λαγούς (Lepus europeus) και μικρά αιγοπρόβατα.
Πιθανές απειλές. Εκτός από τα δολώματα ο χρυσαετός κινδυνεύει και από το παράνομο κυνήγι. Έμμεση απειλή για το είδος είναι η μείωση των πληθυσμών της λείας του λόγω εντατικοποίησης της γεωργίας και εγκατάλειψης της ορεινής κτηνοτροφίας.
Σταυραετός (Hieraaetus pennatus). Στην περιοχή απαντάται κατά τη μετανάστευση, ενώ τουλάχιστον 2 άτομα διαχείμασαν. Η διέλευση του είδους την άνοιξη από την περιοχή αρχίζει από τα μέσα Φεβρουαρίου.
Πληθυσμός. Ο πληθυσμός του στην Ελλάδα εκτιμάται από 100 ως 150 ζευγάρια με τάσεις μείωσης.
Οικολογία. Ζει σε λοφώδεις και ορεινές περιοχές με ανοικτά φυλλοβόλα (σπανιότερα κωνοφόρα) δάση αλλά και περιοχές με μεσογειακή βλάστηση. Φωλιάζει σε μεγάλης ηλικίας δένδρα σε πλαγιές και παραποτάμια δάση. Κυνηγάει σε ανοικτά δάση και βοσκοτόπια ερπετά, μικρά πτηνά και μικρά θηλαστικά.
Πιθανές απειλές. Οι αποψιλωτικές υλοτομίες και η αντικατάσταση των ανοικτών δρυοδασών με πευκοφυτείες, το κυνήγι και η ανεξέλεγκτη χρήση γεωργικών φαρμάκων στη γεωργία υποβαθμίζουν τον βιότοπο του είδους και συμβάλλουν στη μείωση του πληθυσμού του.
Σπιζαετός (Hieraaetus fasciatus). Είναι επιδημητικό είδος, το οποίο αναπαράγεται στην περιοχή όπου υπάρχουν δύο αναπαραγωγικά ζευγάρια.
Πληθυσμός. Ο συνολικός πληθυσμός στην Ελλάδα εκτιμάται σε 100-120 ζευγάρια που κατανέμονται στα νησιά του Αιγαίου, την Ήπειρο, την Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο ενώ είναι σπάνιος στη βόρεια Ελλάδα. Στην Κρήτη ο Σπιζαετός αριθμεί 10-15 ζευγάρια διάσπαρτα σε ολόκληρο το νησί. Οι επικράτειες του βρίσκονται σε χαμηλό υψόμετρο (300-500μ.) στις παρυφές των μεγάλων ορεινών όγκων συνήθως σε μικρά φαράγγια. Φωλιάζει στην άκρη των βράχων σε πεζούλες.
Οικολογία. Είναι τυπικός αετός των μεσογειακών οικοσυστημάτων. Φωλιάζει σε απότομους βράχους. Τρέφεται με μεσαίου μεγέθους πτηνά (Φάσες, Αγριοπερίστερα, Πέρδικες κ.λπ.), μικρά θηλαστικά (π.χ. ποντίκια) και σπανιότερα με ερπετά, που βρίσκει σε εκτάσεις με αραιή θαμνώδη βλάστηση και κοντά σε καλλιεργημένες εκτάσεις.
Πιθανές απειλές. Η ενόχληση στις περιοχές αναπαραγωγής από δραστηριότητες όπως διάνοιξη ή χρήση δασικών δρόμων, υλοτομίες κλπ. αποτελούν τους κυριότερους κινδύνους για τη διατήρηση του είδους.
Πετρίτης (Falco peregrinus). Ο Πετρίτης είναι επιδημητικό είδος που φωλιάζει στην περιοχή.
Πληθυσμός. Ο πληθυσμός του είδους στη χώρα μας εκτιμάται ότι κυμαίνεται μεταξύ 100 - 250 ζευγαριών .
Οικολογία. Φωλιάζει σε απότομα βράχια ή σε ψηλά δένδρα. Τρέφεται κυρίως σε ανοιχτές εκτάσεις κυνηγώντας μικρού ή μεσαίου μεγέθους πτηνά.
Πιθανές απειλές. Σημαντικότερες απειλές θεωρούνται η χρήση εντομοκτόνων - ζιζανιοκτόνων που μέσω της τροφικής αλυσίδας φθάνουν στο είδος, το παράνομο κυνήγι και το παράνομο εμπόριο αυγών και νεοσσών για ιερακοθηρία.
Γιδοβύζι (Caprimulgus europaeus). Είναι μεταναστευτικό είδος που αναπαράγεται στην περιοχή μελέτης.
Πληθυσμός: Ο πληθυσμός του είδους στην Ελλάδα εκτιμάται μεταξύ 10000 και 20000 ζευγαριών.
Οικολογία: Το Γιδοβύζι φωλιάζει στο έδαφος σε γυμνά από βλάστηση σημεία ή σε θέσεις με αραιή βλάστηση, στις παρυφές και στα ξέφωτα του δάσους. Τρέφεται με έντομα τα οποία συλλαμβάνει εν πτήσει είτε κοντά στο χώρο της φωλιάς είτε σε απόσταση που μπορεί να φθάνει μέχρι και τα έξι χιλιόμετρα. Συχνά αναζητεί τη λεία της σε υγροτοπικές περιοχές. Τρέφεται κυρίως την αυγή και το σούρουπο και λιγότερο τη νύχτα. Την ημέρα την περνάει κουρνιασμένο στο έδαφος.
Πιθανές απειλές: Η εκτεταμένη χρήση γεωργικών φαρμάκων και εντομοκτόνων και η επακόλουθη μείωση των εντόμων που συνιστούν τη λεία του αποτελεί τη σημαντικότερη αιτία μείωσης των πληθυσμών του είδους στην Ευρώπη.
Χαλκοκουρούνα (Coracias garrulus). Είναι είδος μεταναστευτικό που παρατηρείται διερχόμενο από την περιοχή.
Πληθυσμός: Η Χαλκοκουρούνα είναι είδος που έχει υποστεί σοβαρή μείωση των πληθυσμών του πανευρωπαϊκά κυρίως κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες. Ο αναπαραγόμενος στη χώρα μας πληθυσμός εκτιμάται ότι βρίσκεται μεταξύ 50 και 200 ζευγαριών.
Οικολογία: Είναι είδος που προτιμά ανοιχτές θαμνώδεις εκτάσεις με μεμονωμένα δένδρα (συνήθως βελανιδιές). Φωλιάζει σε αμμώδη πρανή, κτίρια και τρύπες δένδρων.
Πιθανές απειλές: Η κύρια απειλή για το είδος είναι η εντατικοποίηση της γεωργίας που περιορίζει σημαντικά την έκταση του ενδιαιτήματος του είδους και μειώνει με τη χρήση εντομοκτόνων τους πληθυσμούς των εντόμων που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της λείας της.
Δεντροσταρήθρα (Lullula arborea). Το είδος ξεχειμωνιάζει στην περιοχή.
Πληθυσμός: Ο πληθυσμός της Δενδροσταρήθρας έχει υποστεί σοβαρότατη μείωση (περίπου 75%) στα τελευταία 30 έτη. Στην Ελλάδα εκτιμάται ότι είναι σχετικά σταθερός και κυμαίνεται μεταξύ 4000 και 10000 ζευγαριών .
Οικολογία: Τα ενδιαιτήματα της Δενδροσταρήθρας συμπίπτουν συνήθως με τους θαμνότοπους όπου ασκείται ελεύθερη ή νομαδική κτηνοτροφία.
Πιθανές απειλές: Σημαντικότερη απειλή για τη δενδροσταρήθρα σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι οι αλλαγές των χρήσεων γης σε συνδυασμό με την εντατικοποίηση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας.
Χαμοκελάδα (Anthus campestris).Είναι μεταναστευτικό είδος που μάλλον φωλιάζει στην περιοχή μελέτης.
Πληθυσμός: Οι πληθυσμοί της Χαμοκελάδας έχουν μειωθεί στην Ευρώπη κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Στη χώρα μας βρίσκονται σε σχετικά σταθερή κατάσταση και εκτιμώνται μεταξύ 10000 και 20000 ζευγαριών.
Οικολογία: Χαρακτηριστικό είδος των βοσκοτόπων της ημιορεινής ζώνης. Εμφανίζεται και σε φρυγανικά οικοσυστήματα. Τρέφεται κυρίως με ασπόνδυλα.
Πιθανές απειλές: Η σοβαρότερη άμεση απειλή για το είδος θεωρείται ότι είναι η υποβάθμιση και συρρίκνωση των ενδιαιτημάτων της που προέρχεται κυρίως από τις αλλαγές χρήσεων γης.
Βλάχος (Emberiza hortulana). Είναι μεταναστευτικό είδος, που αναπαράγεται στην περιοχή .
Πληθυσμός: Ο Ευρωπαϊκός πληθυσμός του είδους έχει μειωθεί πολύ κατά τις τελευταίες δεκαετίες ενώ στη χώρα μας έχει παρατηρηθεί μείωση των αναπαραγόμενων ζευγαριών που σήμερα κυμαίνονται μεταξύ 20000 και 30000 ζευγαριών .
Οικολογία: Τυπικό είδος των παραδοσιακών μεσογειακών αγροοικοσυστημάτων, αφού εποικίζει περιοχές με εκτατικές καλλιέργειες δημητριακών που διαθέτουν διάσπαρτα δένδρα.
Πιθανές απειλές: Και για τον Βλάχο η σημαντικότερη αιτία μείωσης των πληθυσμών του στην Ευρώπη είναι η εντατικοποίηση της γεωργίας.